πολυαιματος

πολυαιματος
    πολυαίματος
    πολυ-αίμᾰτος
    2
    многокровный, богатый кровью
    

(ἧπαρ Emped. ap. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολυαιματος" в других словарях:

  • πολυαίματος — full of blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαίματος — η, ο / πολυαίματος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἷμα, ατος (πρβλ. αν αίματος, φιλ αίματος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυαίματος — η, ο αυτός που έχει πολύ αίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυαίματον — πολυαίματος full of blood masc/fem acc sg πολυαίματος full of blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαιμάτου — πολυαίματος full of blood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»